撬 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

撬 ελληνικός ορισμός

qiào

  • to lift
  • to pry open
  • to lever open

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : good-looking; charming; (of goods) in great demand; (coll.) to season (food);
  • : απότομος
  • : στόμιο
  • : αλίκη
  • : ridicule; to blame;
  • : scabbard; sheath;