鞘 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

鞘 ελληνικός ορισμός

qiào

  • scabbard
  • sheath

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : good-looking; charming; (of goods) in great demand; (coll.) to season (food);
  • : απότομος
  • : to lift; to pry open; to lever open;
  • : στόμιο
  • : αλίκη
  • : ridicule; to blame;