峭
峭 ελληνικός ορισμός
qiào
- απότομος
qiào
- απότομος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 峭, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 陡峭 (dǒu qiào) : απότομος
- 悬崖峭壁 (xuán yá qiào bì) : βραχώδεις ακτές