桥 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

桥 ελληνικός ορισμός

qiáo

  • γέφυρα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : tall;
  • : κινεζικά στο εξωτερικό
  • : Joe
  • : haggard;
  • : firewood; gather wood;
  • : κοίτα
  • : used in place names; see 礄頭|硚头[Qiao2 tou2];
  • : common mallow (Malva sinesis); variant of 蕎|荞[qiao2];
  • : drum tower;
  • : nimble; walk on stilts;

Παραδείγματα ποινών με 桥

  • 河上有一座小桥。
    Héshàng yǒuyīzuò xiǎo qiáo.
  • 汽车正在挺一座大桥。
    Qìchē zhèngzài tǐng yīzuò dàqiáo.

Λέξεις που περιέχουν 桥, ανά επίπεδο HSK