桥
橋
桥 ελληνικός ορισμός
qiáo
- γέφυρα
qiáo
- γέφυρα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 桥
-
河上有一座小桥。
Héshàng yǒuyīzuò xiǎo qiáo. -
汽车正在挺一座大桥。
Qìchē zhèngzài tǐng yīzuò dàqiáo.
Λέξεις που περιέχουν 桥, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
桥 (qiáo): γέφυρα
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 立交桥 (lì jiāo qiáo) : υπερυψωμένη διάβαση
- 桥梁 (qiáo liáng) : γέφυρα