筒
筒 ελληνικός ορισμός
tǒng
- κύλινδρος
tǒng
- κύλινδρος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 筒, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 话筒 (huà tǒng) : μικρόφωνο