毒 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

毒 ελληνικός ορισμός

  • δηλητήριο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Λέξεις που περιέχουν 毒, ανά επίπεδο HSK