沃
沃 ελληνικός ορισμός
wò
- εύφορος
wò
- εύφορος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 沃, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 肥沃 (féi wò) : εύφορος