畹 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

畹 ελληνικός ορισμός

wǎn

  • a field of 20 or 30 mu

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : graceful; tactful;
  • : winding; as if;
  • : στεναγμός
  • : τραβήξτε
  • : αργά
  • : ensign of royalty;
  • : abbr. for Anhui Province 安徽省[An1 hui1 Sheng3];
  • : γαβάθα
  • : bind up; string together;
  • : internal cavity of stomach;
  • : luxuriance of growth;
  • : ankle; fetlock; bent; crooked;