晚 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

晚 ελληνικός ορισμός

wǎn

  • αργά

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : graceful; tactful;
  • : winding; as if;
  • : στεναγμός
  • : τραβήξτε
  • : ensign of royalty;
  • : a field of 20 or 30 mu;
  • : abbr. for Anhui Province 安徽省[An1 hui1 Sheng3];
  • : γαβάθα
  • : bind up; string together;
  • : internal cavity of stomach;
  • : luxuriance of growth;
  • : ankle; fetlock; bent; crooked;

Παραδείγματα ποινών με 晚

  • 我已经找出问题了,晚上问你。
    Wǒ yǐjīng zhǎo chū wèntíle, wǎnshàng wèn nǐ.
  • 太晚了,别看电视了。
    Tài wǎnle, bié kàn diànshìle.
  • 今天晚上我不能看电视了。
    Jīntiān wǎnshàng wǒ bùnéng kàn diànshìle.
  • 为了准备考试,他每天都学习到很晚。
    Wèile zhǔnbèi kǎoshì, tā měitiān dū xuéxí dào hěn wǎn.
  • 今天晚上有足球比赛。
    Jīntiān wǎnshàng yǒu zúqiú bǐsài.

Λέξεις που περιέχουν 晚, ανά επίπεδο HSK