矜 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

矜 ελληνικός ορισμός

jīn

  • to boast
  • to esteem
  • to sympathize

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αυτό
  • : πετσέτα
  • : τζιν
  • : τιαντζίν
  • : evil force;
  • : τέντες
  • : a sash; to tie;
  • : collar; belt; variant of 襟[jin1];
  • : lapel; overlap of Chinese gown; fig. bosom (the seat of emotions); to cherish (ambition, desires, honorable intentions etc) in one's bosom;
  • : χρυσός