筋
筋 ελληνικός ορισμός
jīn
- τέντες
jīn
- τέντες
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 今 : αυτό
- 巾 : πετσέτα
- 斤 : τζιν
- 津 : τιαντζίν
- 矜 : to boast; to esteem; to sympathize;
- 祲 : evil force;
- 紟 : a sash; to tie;
- 衿 : collar; belt; variant of 襟[jin1];
- 襟 : lapel; overlap of Chinese gown; fig. bosom (the seat of emotions); to cherish (ambition, desires, honorable intentions etc) in one's bosom;
- 金 : χρυσός
Λέξεις που περιέχουν 筋, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 伤脑筋 (shāng nǎo jīn) : ενοχλητικός