金
金 ελληνικός ορισμός
jīn
- χρυσός
jīn
- χρυσός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 今 : αυτό
- 巾 : πετσέτα
- 斤 : τζιν
- 津 : τιαντζίν
- 矜 : to boast; to esteem; to sympathize;
- 祲 : evil force;
- 筋 : τέντες
- 紟 : a sash; to tie;
- 衿 : collar; belt; variant of 襟[jin1];
- 襟 : lapel; overlap of Chinese gown; fig. bosom (the seat of emotions); to cherish (ambition, desires, honorable intentions etc) in one's bosom;
Παραδείγματα ποινών με 金
-
年底公司会给大家发奖金。
Niándǐ gōngsī huì gěi dàjiā fā jiǎngjīn. -
我们年底发了一笔奖金。
Wǒmen niándǐ fāle yī bǐ jiǎngjīn. -
我带的现金不太多,但是商店可以刷卡。
Wǒ dài de xiànjīn bù tài duō, dànshì shāngdiàn kěyǐ shuākǎ.
Λέξεις που περιέχουν 金, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 奖金 (jiǎng jīn) : δώρο
- 现金 (xiàn jīn) : μετρητά
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 黄金 (huáng jīn) : χρυσός
- 金属 (jīn shǔ) : μέταλλο
- 押金 (yā jīn) : κατάθεση
- 资金 (zī jīn) : κεφάλαια
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 基金 (jī jīn) : κεφάλαιο
- 金融 (jīn róng) : χρηματοοικονομική