礮 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

礮 ελληνικός ορισμός

pào

  • ancient ballista for throwing heavy stones
  • variant of 炮[pao4], cannon

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : φυσαλλίδα
  • : όπλο
  • : pimple; acne; blister; boil; ulcer;
  • : pastry; cake;