泡
泡 ελληνικός ορισμός
pào
- φυσαλλίδα
pào
- φυσαλλίδα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 泡, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 浸泡 (jìn pào) : μουλιάζω
- 泡沫 (pào mò) : αφρός