租
租 ελληνικός ορισμός
zū
- ενοίκιο
zū
- ενοίκιο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 菹 : marshland; swamp; salted or pickled vegetables; to mince; to shred; to mince human flesh and bones; Taiwan pr. [ju1];
Παραδείγματα ποινών με 租
-
我坐出租车回家。
Wǒ zuò chūzūchē huí jiā. -
我开了三年出租车了。
Wǒ kāile sān nián chūzū chēle. -
我们坐出租车去火车站。
Wǒmen zuò chūzū chē qù huǒchē zhàn. -
这位司机开出租车 5 年多了。
Zhè wèi sījī kāi chūzū chē 5 nián duōle. -
我在公司附近租了房子。
Wǒ zài gōngsī fùjìn zūle fángzi.
Λέξεις που περιέχουν 租, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 出租车 (chū zū chē) : ταξί
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
租 (zū): ενοίκιο
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 租赁 (zū lìn) : μίσθωση