药
藥
药 ελληνικός ορισμός
yào
- φάρμακο
yào
- φάρμακο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 药
-
身体生病了,要吃药。
Shēntǐ shēngbìngle, yào chī yào. -
这个药一天吃三次。
Zhège yào yītiān chī sāncì. -
我感冒了,要吃点儿药。
Wǒ gǎnmàole, yào chī diǎn er yào. -
这种感冒药对我没什么作用。
Zhè zhǒng gǎnmào yào duì wǒ méi shénme zuòyòng. -
药太苦了,我不想吃。
Yào tài kǔle, wǒ bùxiǎng chī.
Λέξεις που περιέχουν 药, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
药 (yào): φάρμακο
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 火药 (huǒ yào) : πυρίτιδα