肠
腸
肠 ελληνικός ορισμός
cháng
- εντερικός
cháng
- εντερικός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 肠, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 香肠 (xiāng cháng ) : λουκάνικο