蘸 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

蘸 ελληνικός ορισμός

zhàn

  • to dip in (ink, sauce etc)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : καταλαμβάνουν
  • : πόλεμος
  • : Japanese variant of 戰|战;
  • : a wooden or bamboo pen for sheep or cattle; wood or bamboo trestlework; a warehouse;
  • : Japanese variant of 棧|栈[zhan4];
  • : deep; clear (water);
  • : σταθμός
  • : to burst open; to split at the seam;
  • : striped wild cat;
  • : unadorned but elegant dress;
  • : chariot for sleeping and conveyance;