战
戰
战 ελληνικός ορισμός
zhàn
- πόλεμος
zhàn
- πόλεμος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 占 : καταλαμβάνουν
- 戦 : Japanese variant of 戰|战;
- 栈 : a wooden or bamboo pen for sheep or cattle; wood or bamboo trestlework; a warehouse;
- 桟 : Japanese variant of 棧|栈[zhan4];
- 湛 : deep; clear (water);
- 站 : σταθμός
- 绽 : to burst open; to split at the seam;
- 蘸 : to dip in (ink, sauce etc);
- 虥 : striped wild cat;
- 襢 : unadorned but elegant dress;
- 轏 : chariot for sleeping and conveyance;
Λέξεις που περιέχουν 战, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 挑战 (tiǎo zhàn) : πρόκληση
- 战争 (zhàn zhēng) : πόλεμος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 战斗 (zhàn dòu) : μαχητικός
- 战略 (zhàn lvè) : στρατηγική
- 战术 (zhàn shù) : τακτική
- 战役 (zhàn yì) : μάχη