装 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

装 ελληνικός ορισμός

zhuāng

  • εγκαθιστώ

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : μακιγιάζ
  • : χωριό
  • : stump; stake; pile; classifier for items;
  • : Japanese variant of 莊|庄;

Παραδείγματα ποινών με 装

  • 我的书包里装满了书。
    Wǒ de shūbāo lǐ zhuāng mǎnle shū.

Λέξεις που περιέχουν 装, ανά επίπεδο HSK