输
輸
输 ελληνικός ορισμός
shū
- χάνω
shū
- χάνω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 书 : βιβλίο
- 倏 : sudden; abrupt; Taiwan pr. [shu4];
- 叔 : θείος
- 姝 : pretty woman;
- 抒 : εξπρές
- 摅 : set forth; to spread;
- 摴 : dice; gambling; to release;
- 書 : book
- 杸 : to kill; a spear;
- 枢 : hinge; pivot;
- 梳 : χτένα
- 橾 : the hole in the center of a wheel accommodating the axle (archaic);
- 殊 : ειδικός
- 殳 : spear;
- 毹 : rug;
- 淑 : warm and virtuous; (used in given names); Taiwan pr. [shu2];
- 疏 : αραιός
- 綀 : a kind of sackcloth;
- 纾 : abundant; ample; at ease; relaxed; to free from; to relieve;
- 舒 : σου
- 菽 : legumes (peas and beans);
- 蔬 : λαχανικό
- 軗 : Lu
Παραδείγματα ποινών με 输
-
这次比赛,我们输了。
Zhè cì bǐsài, wǒmen shūle.
Λέξεις που περιέχουν 输, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
输 (shū): χάνω
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 输入 (shū rù) : εισαγω
- 运输 (yùn shū) : μεταφορά