懒 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

懒 ελληνικός ορισμός

lǎn

  • τεμπέλης

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : disappointed;
  • : to monopolize; to seize; to take into one's arms; to embrace; to fasten (with a rope etc); to take on (responsibility etc); to canvass;
  • : olive;
  • : to soak (fruits) in hot water or limewater to remove astringent taste; to marinate in salt etc; to pickle;
  • : cable; hawser; to moor;
  • : Japanese variant of 覽|览;
  • : θέα

Παραδείγματα ποινών με 懒

  • 我家的小猫很懒,一个下午都在睡觉。
    Wǒ jiā de xiǎo māo hěn lǎn, yīgè xiàwǔ dōu zài shuìjiào.

Λέξεις που περιέχουν 懒, ανά επίπεδο HSK