泼
潑
泼 ελληνικός ορισμός
pō
- βουτιά
pō
- βουτιά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 泼
-
妹妹是个活泼可爱的小女孩。
Mèimei shìgè huópō kě'ài de xiǎo nǚhái. -
森林着活泼了。
Sēnlínzhe huópōle.
Λέξεις που περιέχουν 泼, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 活泼 (huó po) : ζωηρός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
泼 (pō): βουτιά
-