笑 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

笑 ελληνικός ορισμός

xiào

  • γέλιο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 笑

  • 妈妈笑了。
    Māmā xiàole.
  • 听到他这么说,我们都笑了。
    Tīng dào tā zhème shuō, wǒmen dōu xiàole.
  • 他笑着说:“你不认识我,但是我认识你。”
    Tā xiàozhe shuō:Nǐ bù rènshí wǒ, dànshì wǒ rènshí nǐ.
  • 小女孩儿张开嘴,笑了。
    Xiǎonǚ hái'ér zhāng kāi zuǐ, xiàole.
  • 他笑着和我打招呼。
    Tā xiàozhe hé wǒ dǎzhāohū.

Λέξεις που περιέχουν 笑, ανά επίπεδο HSK