药 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

药 ελληνικός ορισμός

yào

  • φάρμακο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : bright; glorious; one of the seven planets of pre-modern astronomy;
  • : brilliant; glorious;
  • 耀 : λάμψη
  • : Japanese variant of 藥|药;
  • : θέλω
  • : κλειδί
  • : the leg of a boot;
  • : sparrow hawk; Accipiter nisus;

Παραδείγματα ποινών με 药

  • 身体生病了,要吃药。
    Shēntǐ shēngbìngle, yào chī yào.
  • 这个药一天吃三次。
    Zhège yào yītiān chī sāncì.
  • 我感冒了,要吃点儿药。
    Wǒ gǎnmàole, yào chī diǎn er yào.
  • 这种感冒药对我没什么作用。
    Zhè zhǒng gǎnmào yào duì wǒ méi shénme zuòyòng.
  • 药太苦了,我不想吃。
    Yào tài kǔle, wǒ bùxiǎng chī.

Λέξεις που περιέχουν 药, ανά επίπεδο HSK