壽 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

壽 ελληνικός ορισμός

shòu

  • life

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : θηρίο
  • : λαμβάνω
  • : πουλώ
  • 寿 : ζωη
  • : χορήγηση
  • : to hunt; to go hunting (as winter sport in former times); hunting dog; imperial tour;
  • : Japanese variant of 獸|兽;
  • : Japanese variant of 瘦[shou4];
  • : λεπτός
  • : cord on a seal;