狩 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

狩 ελληνικός ορισμός

shòu

  • to hunt
  • to go hunting (as winter sport in former times)
  • hunting dog
  • imperial tour

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά