瘦 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

瘦 ελληνικός ορισμός

shòu

  • λεπτός

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : θηρίο
  • : λαμβάνω
  • : πουλώ
  • : life
  • 寿 : ζωη
  • : χορήγηση
  • : to hunt; to go hunting (as winter sport in former times); hunting dog; imperial tour;
  • : Japanese variant of 獸|兽;
  • : Japanese variant of 瘦[shou4];
  • : cord on a seal;

Παραδείγματα ποινών με 瘦

  • 我发现他瘦了很多。
    Wǒ fāxiàn tā shòule hěnduō.
  • 姐姐现在很瘦,只有 45 公斤。
    Jiějiě xiànzài hěn shòu, zhǐyǒu 45 gōngjīn.
  • 这个月我瘦了三斤。
    Zhège yuè wǒ shòule sān jīn.

Λέξεις που περιέχουν 瘦, ανά επίπεδο HSK