慢
慢 ελληνικός ορισμός
màn
- αργός
màn
- αργός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 慢
-
我知道他走得慢。
Wǒ zhīdào tā zǒu dé màn. -
我们走得很慢。
Wǒmen zǒu dé hěn màn. -
天慢慢地黑了。
Tiān màn man de hēile.
Λέξεις που περιέχουν 慢, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
慢 (màn): αργός
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 怠慢 (dài màn) : παραμέληση
- 慢性 (màn xìng) : χρόνιος