辈
輩
辈 ελληνικός ορισμός
bèi
- γενιά
bèi
- γενιά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 辈, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 一辈子 (yí bèi zi) : διάρκεια ζωής
- 长辈 (zhǎng bèi) : μεγαλύτερος