肥
肥 ελληνικός ορισμός
féi
- λίπος
féi
- λίπος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 肥
-
我每天跑步减肥。
Wǒ měitiān pǎobù jiǎnféi.
Λέξεις που περιέχουν 肥, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 减肥 (jiǎn féi) : χάνω βάρος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 肥皂 (féi zào) : σαπούνι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 肥沃 (féi wò) : εύφορος
- 化肥 (huà féi) : λίπασμα