勘探 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 勘探 ελληνικός ορισμός kān tàn εξερεύνηση HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 勘 (kān): επισκόπηση 探 (tàn): εξερευνώ