停
停 ελληνικός ορισμός
tíng
- να σταματήσει
tíng
- να σταματήσει
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 停
-
汽车停了下来。
Qìchē tíngle xiàlái. -
他把车暂时停在了路边。
Tā bǎ chē zhànshí tíng zàile lù biān.
Λέξεις που περιέχουν 停, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
停 (tíng ): να σταματήσει
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 停泊 (tíng bó) : παρκαρισμένο
- 停顿 (tíng dùn) : παύση
- 停滞 (tíng zhì) : στάσιμος