座 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

座 ελληνικός ορισμός

zuò

  • έδρα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : φτιαχνω, κανω
  • : κάνω
  • : azole (chemistry);
  • : καθίστε
  • : name of a mountain in Shandong;
  • : ashamed;
  • : oak; Quercus serrata;
  • : blessing; the throne;
  • : to grant or bestow; sacrificial flesh offered to the gods (old); blessing; title of a sovereign (old);
  • : straw cushion; pillow;
  • : toast to host by guest;
  • : steps leading to the eastern door;

Παραδείγματα ποινών με 座

  • 这辆汽车上有 23 个座位。
    Zhè liàng qìchē shàng yǒu 23 gè zuòwèi.
  • 他把座位让给了一位老人。
    Tā bǎ zuòwèi ràng gěile yī wèi lǎorén.
  • 现在是谁管理这座房子?
    Xiànzài shì shuí guǎnlǐ zhè zuò fángzi?
  • 河上有一座小桥。
    Héshàng yǒuyīzuò xiǎo qiáo.
  • 汽车正在挺一座大桥。
    Qìchē zhèngzài tǐng yīzuò dàqiáo.

Λέξεις που περιέχουν 座, ανά επίπεδο HSK