票
票 ελληνικός ορισμός
piào
- εισιτήριο
piào
- εισιτήριο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 票
-
那个男人卖票。
nàgè nánrén mài piào -
我要去火车站买车票。
Wǒ yào qù huǒchē zhàn mǎi chēpiào. -
身高一米二以下的孩子,可以买儿童票。
Shēngāo yī mǐ èr yǐxià de háizi, kěyǐ mǎi értóng piào.
Λέξεις που περιέχουν 票, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
票 (piào): εισιτήριο
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 发票 (fā piào) : τιμολόγιο
- 股票 (gǔ piào) : στοκ
- 支票 (zhī piào) : έλεγχος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 彩票 (cǎi piào) : λαχείο
- 钞票 (chāo piào) : τραπεζογραμμάτιο
- 投票 (tóu piào) : ψήφος