票 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

票 ελληνικός ορισμός

piào

  • εισιτήριο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 票

  • 那个男人卖票。
    nàgè nánrén mài piào
  • 我要去火车站买车票。
    Wǒ yào qù huǒchē zhàn mǎi chēpiào.
  • 身高一米二以下的孩子,可以买儿童票。
    Shēngāo yī mǐ èr yǐxià de háizi, kěyǐ mǎi értóng piào.

Λέξεις που περιέχουν 票, ανά επίπεδο HSK