走
走 ελληνικός ορισμός
zǒu
- πηγαίνω
zǒu
- πηγαίνω
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 走
-
我女儿 9 个月就会走了。
Wǒ nǚ'ér 9 gè yuè jiù huì zǒule. -
我知道他走得慢。
Wǒ zhīdào tā zǒu dé màn. -
雨小了,我们现在走吧。
Yǔ xiǎole, wǒmen xiànzài zǒu ba. -
请你走吧!
Qǐng nǐ zǒu ba! -
我已经走唱歌火车站了。
Wǒ yǐjīng zǒu chànggē huǒchē zhànle.
Λέξεις που περιέχουν 走, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
走 (zǒu): πηγαίνω
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 飞禽走兽 (fēi qín zǒu shòu) : πουλιά και θηρία
- 走廊 (zǒu láng) : διάδρομος
- 走漏 (zǒu lòu) : διαρροή
- 走私 (zǒu sī) : λαθρεμπόριο