蹬
蹬 ελληνικός ορισμός
dēng
- λάκτισμα
dēng
- λάκτισμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 蹬, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
蹬 (dēng): λάκτισμα
-