辣 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

辣 ελληνικός ορισμός

  • ζεστό

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to destroy; to rip; to tear open;
  • : to plant trees (old);
  • : scabies; scald-head;
  • : 12th lunar month; preserved (meat, fish etc);
  • : κερί
  • : Japanese variant of 蠟|蜡[la4];
  • : solder; tin;
  • : bald; scabby;

Παραδείγματα ποινών με 辣

  • 我不习惯吃太辣的菜。
    Wǒ bù xíguàn chī tài là de cài.

Λέξεις που περιέχουν 辣, ανά επίπεδο HSK