顿
頓
顿 ελληνικός ορισμός
dùn
- παύση
dùn
- παύση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 顿, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
顿 (dùn): παύση
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 顿时 (dùn shí) : ξαφνικά
- 停顿 (tíng dùn) : παύση
- 整顿 (zhěng dùn) : επανορθώνω