竟 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

竟 ελληνικός ορισμός

jìng

  • πράγματι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : straight; pass;
  • : strong; powerful;
  • : καθαρά
  • : cool; fresh; to cool;
  • : έδαφος
  • : (of woman) slender; delicate; virtuous;
  • : radian (math.); now written 弧度;
  • : μονοπάτι
  • : με σεβασμό
  • : Japanese variant of 淨|净;
  • : a mythical animal that eats its mother;
  • : spasm;
  • : ανταγωνίζομαι
  • : lower part of leg;
  • : way; path; direct; diameter;
  • : καθρέφτης
  • : to make up (one's face); to dress; (of one's dress) beautiful;
  • : quiet; peaceful; to make tranquil; to pacify;
  • : ησυχια

Παραδείγματα ποινών με 竟

  • 他们竟然只用了一周就完成了任务。
    Tāmen jìngrán zhǐ yòngle yīzhōu jiù wánchéngle rènwù.
  • 你究竟为什么哭呢?
    Nǐ jiùjìng wèishéme kū ne?
  • 我完全没想到他竟然是这样的人。
    Wǒ wánquán méi xiǎngdào tā jìngrán shì zhèyàng de rén.

Λέξεις που περιέχουν 竟, ανά επίπεδο HSK