境 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

境 ελληνικός ορισμός

jìng

  • έδαφος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : straight; pass;
  • : strong; powerful;
  • : καθαρά
  • : cool; fresh; to cool;
  • : (of woman) slender; delicate; virtuous;
  • : radian (math.); now written 弧度;
  • : μονοπάτι
  • : με σεβασμό
  • : Japanese variant of 淨|净;
  • : a mythical animal that eats its mother;
  • : spasm;
  • : ανταγωνίζομαι
  • : πράγματι
  • : lower part of leg;
  • : way; path; direct; diameter;
  • : καθρέφτης
  • : to make up (one's face); to dress; (of one's dress) beautiful;
  • : quiet; peaceful; to make tranquil; to pacify;
  • : ησυχια

Παραδείγματα ποινών με 境

  • 阿姨,这儿的环境多么好啊!
    Āyí, zhè'er de huánjìng duōme hǎo a!
  • 这里的环境很不错,在这里住很舒服。
    Zhèlǐ de huánjìng hěn bùcuò, zài zhèlǐ zhù hěn shūfú.
  • 环境对人有很大的影响。
    Huánjìng duì rén yǒu hěn dà de yǐngxiǎng.
  • 人们应该保护环境。
    Rénmen yīnggāi bǎohù huánjìng.
  • 我已经适应这里的工作环境了。
    Wǒ yǐjīng shìyìng zhèlǐ de gōngzuò huánjìngle.

Λέξεις που περιέχουν 境, ανά επίπεδο HSK