弃
棄
弃 ελληνικός ορισμός
qì
- εγκαταλειμμένος
qì
- εγκαταλειμμένος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 䏌 : 棃
- 咠 : to whisper; to blame, to slander;
- 器 : συσκευή
- 契 : to carve; carved words; to agree; a contract; a deed;
- 憩 : to rest;
- 栔 : carve; cut;
- 槭 : maple; also pr. [zu2]; Taiwan pr. [cu4];
- 气 : αέριο
- 気 : Japanese variant of 氣|气;
- 氣 : gas
- 汔 : near;
- 汽 : ατμός
- 泣 : κλαίω
- 犵 : name of a tribe;
- 砌 : to build by laying bricks or stones;
- 碛 : moraine; rocks in shallow water;
- 芞 : a kind of aromatic herb (old);
- 葺 : to repair;
- 蟿 : (insect); Tryxalis masuta;
- 謦 : cough slightly;
- 讫 : finished;
- 迄 : μέχρι
Παραδείγματα ποινών με 弃
-
我放弃了留学的机会。
Wǒ fàngqìle liúxué de jīhuì. -
老师鼓励我继续努力,不要放弃。
Lǎoshī gǔlì wǒ jìxù nǔlì, bùyào fàngqì. -
即使遇到了困难也不要放弃。
Jíshǐ yù dàole kùnnán yě bùyào fàngqì. -
虽然经历过很多次失败,但我从来没有放弃
Suīrán jīnglìguò hěnduō cì shībài, dàn wǒ cónglái méiyǒu fàng qì
Λέξεις που περιέχουν 弃, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 放弃 (fàng qì) : παραιτούμαι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 抛弃 (pāo qì) : εγκαταλείπω
- 唾弃 (tuò qì ) : θέτω στην άκρη