器
器 ελληνικός ορισμός
qì
- συσκευή
qì
- συσκευή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 䏌 : 棃
- 咠 : to whisper; to blame, to slander;
- 契 : to carve; carved words; to agree; a contract; a deed;
- 弃 : εγκαταλειμμένος
- 憩 : to rest;
- 栔 : carve; cut;
- 槭 : maple; also pr. [zu2]; Taiwan pr. [cu4];
- 气 : αέριο
- 気 : Japanese variant of 氣|气;
- 氣 : gas
- 汔 : near;
- 汽 : ατμός
- 泣 : κλαίω
- 犵 : name of a tribe;
- 砌 : to build by laying bricks or stones;
- 碛 : moraine; rocks in shallow water;
- 芞 : a kind of aromatic herb (old);
- 葺 : to repair;
- 蟿 : (insect); Tryxalis masuta;
- 謦 : cough slightly;
- 讫 : finished;
- 迄 : μέχρι
Λέξεις που περιέχουν 器, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 充电器 (chōng diàn qì) : φορτιστής
- 机器 (jī qì) : μηχανή
- 乐器 (yuè qì ) : μουσικό όργανο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 器材 (qì cái) : εξοπλισμός
- 器官 (qì guān) : όργανο
- 容器 (róng qì) : δοχείο
- 武器 (wǔ qì) : όπλα
- 仪器 (yí qì) : όργανο