模
模 ελληνικός ορισμός
mó
- μούχλα
mó
- μούχλα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 模, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 规模 (guī mó) : κλίμακα
- 模仿 (mó fǎng) : μιμούμαι
- 模糊 (mó hu) : αμαυρός
- 模特 (mó tè ) : μοντέλο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 模范 (mó fàn) : μοντέλο
- 模式 (mó shì) : τρόπος
- 模型 (mó xíng) : μοντέλο
- 模样 (mú yàng) : εμφάνιση