鼭
鼭 ελληνικός ορισμός
shí
- a kind of rat
shí
- a kind of rat
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 乭 : rock; phonetic 'dol' used in names (Korean kugja);
- 十 : δέκα
- 埘 : hen roost;
- 实 : πραγματικός
- 実 : Japanese variant of 實|实;
- 寔 : really; solid;
- 拾 : μαζεύω
- 时 : χρόνος
- 湜 : clear water; pure;
- 炻 : stoneware;
- 石 : πέτρα
- 祏 : stone shrine;
- 蚀 : έκλειψη
- 识 : η γνώση
- 食 : τροφή
- 饣 : to eat' or 'food' radical in Chinese characters (Kangxi radical 184);
- 鲥 : shad; Ilisha elongata;
- 鼫 : long-tailed marmot;