食
食 ελληνικός ορισμός
shí
- τροφή
shí
- τροφή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 乭 : rock; phonetic 'dol' used in names (Korean kugja);
- 十 : δέκα
- 埘 : hen roost;
- 实 : πραγματικός
- 実 : Japanese variant of 實|实;
- 寔 : really; solid;
- 拾 : μαζεύω
- 时 : χρόνος
- 湜 : clear water; pure;
- 炻 : stoneware;
- 石 : πέτρα
- 祏 : stone shrine;
- 蚀 : έκλειψη
- 识 : η γνώση
- 饣 : to eat' or 'food' radical in Chinese characters (Kangxi radical 184);
- 鲥 : shad; Ilisha elongata;
- 鼫 : long-tailed marmot;
- 鼭 : a kind of rat;
Λέξεις που περιέχουν 食, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 粮食 (liáng shi) : τροφή
- 零食 (líng shí) : σνακ
- 食物 (shí wù) : τροφή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 废寝忘食 (fèi qǐn wàng shí ) : αγρυπνος
- 素食 (sù shí ) : φαγητο χορτοφαγων
- 饮食 (yǐn shí) : διατροφή