石
石 ελληνικός ορισμός
shí
- πέτρα
shí
- πέτρα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 乭 : rock; phonetic 'dol' used in names (Korean kugja);
- 十 : δέκα
- 埘 : hen roost;
- 实 : πραγματικός
- 実 : Japanese variant of 實|实;
- 寔 : really; solid;
- 拾 : μαζεύω
- 时 : χρόνος
- 湜 : clear water; pure;
- 炻 : stoneware;
- 祏 : stone shrine;
- 蚀 : έκλειψη
- 识 : η γνώση
- 食 : τροφή
- 饣 : to eat' or 'food' radical in Chinese characters (Kangxi radical 184);
- 鲥 : shad; Ilisha elongata;
- 鼫 : long-tailed marmot;
- 鼭 : a kind of rat;
Λέξεις που περιέχουν 石, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 石头 (shí tou) : πέτρα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 化石 (huà shí) : απολίθωμα
- 石油 (shí yóu) : λάδι
- 岩石 (yán shí) : βράχος
- 钻石 (zuàn shí) : διαμάντι