束 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

束 ελληνικός ορισμός

shù

  • δέσμη

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : βίλα
  • : standing up; to stand (something) up;
  • : numerous; common people (or populace); born of a concubine;
  • : συγχωρώ
  • : garrison;
  • : αριθμός
  • : Surgery
  • : τεχνική
  • : δέντρο
  • : river in Shandong;
  • : to rinse one's mouth with water; to gargle;
  • : moisture; timely rain;
  • : κατακόρυφος
  • : hastiness;
  • : insertion point in acupuncture; acupoint;
  • : coarse clothing of camel's hair;
  • : διηγούμαι
  • : acmite;

Παραδείγματα ποινών με 束

  • 会议马上就要结束了。
    Huìyì mǎshàng jiù yào jiéshùle.
  • 考试结束了,我们需要放松一下。
    Kǎoshì jiéshùle, wǒmen xūyào fàngsōng yīxià.

Λέξεις που περιέχουν 束, ανά επίπεδο HSK