来 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

来 ελληνικός ορισμός

lái

  • ελα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : Come
  • : last;
  • : name of a mountain in Sichuan;
  • : brook; ripple;
  • : (bamboo);
  • : name of weed plant (fat hen, goosefoot, pigweed etc); Chenopodium album;
  • : name of a country in Spring and Autumn period in modern Shandong, destroyed by Qi 齊|齐;
  • : rhenium (chemistry);
  • : mare;
  • : to confer; to bestow on an inferior; to reward;

Παραδείγματα ποινών με 来

  • 他想来吗?
    Tā xiǎng lái ma?
  • 你什么时候回来?
    Nǐ shénme shíhòu huílái?
  • 我是坐飞机来中国的。
    Wǒ shì zuò fēijī lái zhōngguó de.
  • 我们东西来了。
    Wǒmen dōngxī láile.
  • 他是昨天来这儿的。
    Tā shì zuótiān lái zhè'er de.

Λέξεις που περιέχουν 来, ανά επίπεδο HSK