着
著
着 ελληνικός ορισμός
zhe
- με
zhe
- με
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 著 : με
Παραδείγματα ποινών με 着
-
他笑着说:“你不认识我,但是我认识你。”
Tā xiàozhe shuō:Nǐ bù rènshí wǒ, dànshì wǒ rènshí nǐ. -
大家都看着他,他有点儿不好意思了。
Dàjiā dōu kànzhe tā, tā yǒudiǎn er bù hǎoyìsile. -
你向着门外走。
Nǐ xiàngzhe mén wài zǒu. -
孩子们都睡着了,家里安静了下来。
Háizimen dōu shuìzhele, jiālǐ ānjìngle xiàlái. -
妹妹脚上穿着漂亮的红皮鞋。
Mèimei jiǎo shàng chuānzhuó piàoliang de hóng píxié.
Λέξεις που περιέχουν 着, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
着 (zhe): με
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 着急 (zháo jí) : ανήσυχος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 接着 (jiē zhe) : τότε
- 随着 (suí zhe) : μαζί με
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 着火 (zháo huǒ ) : καίγεται
- 着凉 (zháo liáng) : πιάσε κρύο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 沉着 (chén zhuó) : ηρεμία
- 意味着 (yì wèi zhe) : σημαίνω
- 着迷 (zháo mí) : γοητευμένος
- 执着 (zhí zhuó ) : επιμονή
- 着手 (zhuó shǒu) : σχεδόν
- 着想 (zhuó xiǎng) : για χάρη του
- 着重 (zhuó zhòng) : επικεντρωνομαι σε